- καθιέμενα
- καθίημιlet fallpres part mid neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθιεμένας — καθιεμένᾱς , καθίημι let fall pres part mid fem acc pl καθιεμένᾱς , καθίημι let fall pres part mid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek
υποκατώρυχος — ον, Α παραχωμένος, τοποθετημένος κάτω από το χώμα («τὰ κλήματα ἐπιβαλλόμενα καὶ ὑποκατώρυχα καθιέμενα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατώρυξ, υχος «αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος»] … Dictionary of Greek